- συναγείραντες
- συναγείρωgather together: aor part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
συναγείραντες — συναγείρω gather together aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… … Dictionary of Greek